- κρυφ(ο)-
- (AM κρυφ[ο]-)πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το β' συνθετικό γίνεται κρυφά, συγκεκαλυμμένα, με τρόπο ώστε να μην γίνει αντιληπτό (πρβλ. κρυφο-γελώ, κρυφο-λαλιά). Προέρχεται από το επίθετο κρυφός ή το επίρρ. κρυφά όταν το β' συνθετικό είναι ρηματικός τ. (πρβλ. κρυφ-ακούω).Παραδείγματα: αρχ. κρυφογαμία, κρυφογενής, κρυφόνους, κρυφοπομπαίοςμσν.κρυφοβουλή, κρυφογογγύζω, κρυφοδακώ, κρυφοκάμωμα, κρυφοφιλώμσν.- νεοελλ.κρυφομιλώ, κρυφοπερπατώ, κρυφοσυμβουλήνεοελλ.κρυφαγαπιέμαι, κρυφαγκάλιαστη, κρυφαγροικώ, κρυφακούω, κρυφαναβρύζω, κρυφαναδεύω, κρυφανοίγω, κρυφαπολογιέμαι, κρυφαρπάζω, κρυφοβλέπω, κρυφοβράζω, κρυφογγάστρωτη, κρυφογελώ, κρυφογέρνω, κρυφογλιστρώ, κρυφογνέφω, κρυφοδαγκάνω, κρυφοδιαβαίνω, κρυφοθέρμη, κρυφοθυμώνω, κρυφοκαίω, κρυφοκαμαρώνω, κρυφοκίνητος, κρυφοκοιτάζω, κρυφοκουβεντιάζω, κρυφολαλιά, κρυφολαχταρίζω, κρυφολέω, κρυφολούζω, κρυφομουρμουρίζω, κρυφονόητος, κρυφοπαίρνω, κρυφοπαρακαλώ, κρυφοπερηφάνεια, κρυφοπόρτα, κρυφοποτίζω, κρυφορίχνω, κρυφοσμίγω, κρυφοταΐζω, κρυφοτηρώ, κρυφοταμάζω, κρυφοτρώγω, κρυφοφάγωμα, κρυφοφανερώνω, κρυφοχαίρομαι].
Dictionary of Greek. 2013.